- πλήθος
- το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος» δ. «ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικὴν σὺν στρατοῡ πλήθει», Ηροδ.)2. ο λαός, οι κάτοικοι μιας περιοχής (α. «σειέται τού χωριού το πλήθος, κυματίζεται», Κρυστάλλ.)β. «σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς», Ευρ.)3. το μεγαλύτερο μέρος τού λαού, οι λαϊκές μάζες (α. «το πλήθος βοά κατά τής δικτατορίας» β. «τὸν μὲν ἕνα ἐκ τῶν πατρικίων αἱρεῑσθαι, τὸν δ' ἕνα πάντως ἀπὸ τοῡ πλήθους καθίστασθαι», Διόδ.)4. η ποσότητα, ο αριθμός, η πληθώρα (α. «πλήθος αριθμών»8. «νεῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ελληνίδων;» Αισχύλ)νεοελλ.(κοινων.) συνάθροιση ατόμων ανοργάνωτη και πρόσκαιρη, που όμως σχηματίζεται για μια ιδιαίτερη συνεργατική δραστηριότηταμσν.-αρχ.η πολλαπλότητα («τὴν τριάδα τῆς Θεότητος εἰς πλήθους ὑποψίαν προσῆγεν», Δίδυμ.)αρχ.1. οι περισσότεροι, η πλειονότητα («τὸ πλῆθος ἐψηφίσαντο πολεμεῑν», Θουκ.)2. η λαϊκή κυριαρχία, η δημοκρατία («ἡ τοῡ πλήθους αρχή, δημοκρατία οὔνομα κληθεῑσα», Πλάτ.)3. ο όχλος, σε αντιδιαστολή προς τον δήμο4. μέγεθος, έκταση («ὄρος πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον», Ηρόδ.)5. χρονική έκταση, μήκος χρόνου («...σαφῶς εὑρεῑν διὰ χρόνου πλῆθος ἀδύνατα ἦν», Θουκ.)6. φρ. α) «ἐς πλῆθος» — σε μεγάλο αριθμόβ) (η δοτ. ως επίρρ.) «πλήθει» — γενικά, συνολικάγ) «ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος» ή «ὡς κατὰ τὸ πλῆθος» — ως επί το πλείστον, συνήθως.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- τού πίμ-πλη-μι* και εμφανίζει μόρφημα -θ- (βλ. λ. πλήθω). Για το ζεύγος πλῆθος: πλήθω πρβλ. βρῖθος: βρίθω].
Dictionary of Greek. 2013.